- πτωματικός, -ή
- -ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή ταιριάζει σε πτώμα: Πτωματική ακαμψία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πτωματικός — ή, ό / πτωματικός, ή, όν, ΝΑ [πτῶμα, ατος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πτώμα («πτωματική ακαμψία») αρχ. 1. ο επιληπτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πτωματικά τα φαινόμενα τής επιληψίας, ο σεληνιασμός … Dictionary of Greek
πτωματικούς — πτωματικός subject to epilepsy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)